-
1 τρίβων
A worn garment, threadbare cloak, E.Fr.282.12, Ar.Ach. 184, 343 (troch.), al., PCair.Zen.92.19, 519.11 (iii B. C.), Sammelb. 7451.149 (iii B. C.): worn by the Spartans,Αακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν D. 54.34
, cf. Duris 14J.; by Philosophers, as Socrates, Pl.Smp. 219b, Prt. 335d; esp. by the Cynics, Crates Theb.16, Arr.Epict.3.1.24, etc.; and the Stoics, Zeno Stoic.1.63;πήρα καὶ τ. Plu.2.332a
, cf. Luc.Peregr.15, D.L.6.13;οἱ τὴν χλαῖναν ἐν τῷ θέρει κατατρίψαντες ἐν τῷ τ. τὸν χειμῶνα διάγουσι Ath.Med.
ap. Orib.inc.21.17:— = στολή τις ἔχουσα σημεῖα ὡς γαμμάτια acc. to EM766.6.------------------------------------A practised or skilled in a thing, used to it, c. gen., τρίβων αὐτῆς (sc. τῆς καννάβιος) Hdt.4.74;τ. λόγων E. Ba. 717
;τ. ἱππικῆς Ar.V. 1429
;τῶν κρεμαθρῶν οὔπω τ. Id.Nu. 869
;τῶν ἔργων τῆς ἰατρικῆς Gal.15.169
, cf. 18(2).35: c. acc.,τρίβων τὰ τοιάδε E.Med. 686
: abs., Id.El. 1127: [comp] Comp.- ότερος EM766.4
:— hence
См. также в других словарях:
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek